λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ξανθοπώγων οἱ ξανθοπώγωνες
      γενική τοῦ ξανθοπώγωνος τῶν ξανθοπωγώνων
      δοτική τῷ ξανθοπώγωνι τοῖς ξανθοπώγωσι(ν)
    αιτιατική τὸν ξανθοπώγωνα τοὺς ξανθοπώγωνας
     κλητική ! ξανθοπώγων ξανθοπώγωνες
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξανθοπώγων < ξανθο- + πώγων

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξανθοπώγων, -ωνος αρσενικό