Πώγων
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πώγων | ||
γενική | τοῦ | Πώγωνος | ||
δοτική | τῷ | Πώγωνῐ | ||
αιτιατική | τὸν | Πώγωνᾰ | ||
κλητική ὦ! | Πώγων | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πώγων < πώγων
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πώγων αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- Πώγων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.