πωγωνοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πωγωνοφόρος < (ελληνιστική κοινή) πωγωνοφόρος < πώγων + -ο- + -φόρος
Επίθετο
επεξεργασίαπωγωνοφόρος, -α, -ο
- (λόγιο) γενειοφόρος, που φέρει πώγωνα
- (ζωολογία) (ουσιαστικοποιημένο) πωγωνοφόρα: είδος θαλάσσιων ασπόνδυλων οργανισμών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πωγωνοφόρος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πωγωνοφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πωγωνοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.