Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γενειοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
γενειοφόρ
ος
οι
γενειοφόρ
οι
γενική
του
γενειοφόρ
ου
των
γενειοφόρ
ων
αιτιατική
τον
γενειοφόρ
ο
τους
γενειοφόρ
ους
κλητική
γενειοφόρ
ε
γενειοφόρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γενειοφόρος
<
γένει(ον)
+
-ο-
+
-φόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γενειοφόρος
αρσενικό
που έχει
γένι
(
και ως επίθετο
)
γενειοφόρος
άνδρας
Συνώνυμα
επεξεργασία
μουσάτος
πωγωνάτος
πωγωνοφόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γενειοφόρος
γαλλικά
:
barbu
(fr)
τουρκικά
:
sakallı
(tr)