ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διανομεύς οἱ διανομεῖς
      γενική τοῦ διανομέως τῶν διανομέων
      δοτική τῷ διανομεῖ τοῖς διανομεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν διανομέ τοὺς διανομέᾱς
     κλητική ! διανομεῦ διανομεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διανομεῖ
γεν-δοτ τοῖν  διανομέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διανομεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διανομ(ή) + -εύς → δείτε τη λέξη διανέμω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διανομεύς, -έως αρσενικό