διανομεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | διανομεύς | οἱ | διανομεῖς | ||||
γενική | τοῦ | διανομέως | τῶν | διανομέων | ||||
δοτική | τῷ | διανομεῖ | τοῖς | διανομεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | διανομέᾱ | τοὺς | διανομέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | διανομεῦ | διανομεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διανομεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διανομέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διανομεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διανομ(ή) + -εύς → δείτε τη λέξη διανέμω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιανομεύς, -έως αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- διανομεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διανομεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.