βρεφο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρεφο- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βρεφο- < βρέφο(ς)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾe.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρε‐φο-
Πρόθημα
επεξεργασίαβρεφο-
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βρεφο-
|
Πηγές
επεξεργασία- βρεφο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Όροι με βρεφ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Ετυμολογία
επεξεργασία- βρεφο- < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βρεφο- < βρέφο(ς)
Πρόθημα
επεξεργασίαβρεφο- ή βρεφ- (πριν από φωνήεν)
Σύνθετα
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρεφο- (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βρέφο(ς)
Πρόθημα
επεξεργασίαβρεφο- ή βρεφ- (πριν από φωνήεν)