Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρεφο- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βρεφο- < βρέφο(ς)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɾe.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρε‐φο-

  Πρόθημα επεξεργασία

βρεφο-

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρεφο- < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βρεφο- < βρέφο(ς)

  Πρόθημα επεξεργασία

βρεφο- ή βρεφ- (πριν από φωνήεν)

Σύνθετα επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρεφο- (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βρέφο(ς)

  Πρόθημα επεξεργασία

βρεφο- ή βρεφ- (πριν από φωνήεν)

Σύνθετα επεξεργασία