ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀσπληδόνιος οἱ Ἀσπληδόνιοι
      γενική τοῦ Ἀσπληδονίου τῶν Ἀσπληδονίων
      δοτική τῷ Ἀσπληδονί τοῖς Ἀσπληδονίοις
    αιτιατική τὸν Ἀσπληδόνιον τοὺς Ἀσπληδονίους
     κλητική ! Ἀσπληδόνιε Ἀσπληδόνιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀσπληδονίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀσπληδονίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀσπληδόνιος < αρχαία ελληνική Ἀσπληδών, Ασπληδόν(ος) + -ιος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἀσπληδόνιος αρσενικό