Ἀσπληδών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | Ἀσπληδών | οἱ/αἱ | Ἀσπληδόνες |
γενική | τοῦ/τῆς | Ἀσπληδόνος | τῶν | Ἀσπληδόνων |
δοτική | τῷ/τῇ | Ἀσπληδόνῐ | τοῖς/ταῖς | Ἀσπληδόσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν/τὴν | Ἀσπληδόνᾰ | τοὺς/τὰς | Ἀσπληδόνᾰς |
κλητική ὦ! | Ἀσπληδών | Ἀσπληδόνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀσπληδόνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀσπληδόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀσπληδών < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈσπληδών
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἀσπληδών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.