↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / Ἀσπληδών οἱ/αἱ Ἀσπληδόνες
      γενική τοῦ/τῆς Ἀσπληδόνος τῶν Ἀσπληδόνων
      δοτική τῷ/τῇ Ἀσπληδόν τοῖς/ταῖς Ἀσπληδόσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν Ἀσπληδόν τοὺς/τὰς Ἀσπληδόνᾰς
     κλητική ! Ἀσπληδών Ἀσπληδόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀσπληδόνε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀσπληδόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀσπληδών < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀσπληδών

  1. ανδρικό όνομα (αρσενικό)
  2. πόλη της Βοιωτίας (θηλυκό)

Συγγενικά

επεξεργασία