Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ἀψινθία< (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀψινθία < αρχαία ελληνική ἀψίνθιον

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ἀψινθία θηλυκό

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀψινθί αἱ ἀψινθίαι
      γενική τῆς ἀψινθίᾱς τῶν ἀψινθιῶν
      δοτική τῇ ἀψινθί ταῖς ἀψινθίαις
    αιτιατική τὴν ἀψινθίᾱν τὰς ἀψινθίᾱς
     κλητική ! ἀψινθί ἀψινθίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀψινθί
γεν-δοτ τοῖν  ἀψινθίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ἀψινθία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀψίνθιον

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ἀψινθία θηλυκό

  ΠηγέςΕπεξεργασία