άψινθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άψινθος | οι | άψινθοι |
γενική | της | αψίνθου | των | αψίνθων |
αιτιατική | την | άψινθο | τις | αψίνθους |
κλητική | άψινθε | άψινθοι | ||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άψινθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄψινθος < αρχαία ελληνική ἀψίνθιον < προελληνική [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.psin.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐ψιν‐θος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάψινθος θηλυκό ή αψιθιά
- (φυτό) ποώδες αρωματικό φυτό (Artemisia absinthium) που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ως εκτρωτικό ή εμμηναγωγό και στην ποτοποιία [2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία άψινθος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)