↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμμηναγωγό τα εμμηναγωγά
      γενική του εμμηναγωγού των εμμηναγωγών
    αιτιατική το εμμηναγωγό τα εμμηναγωγά
     κλητική εμμηναγωγό εμμηναγωγά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμμηναγωγό < μεσαιωνική ελληνική ἐμμηναγωγόν[1] < ελληνιστική κοινή ἐμμηναγωγός[2] < αρχαία ελληνική ἔμμηνος + ἄγω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμμηναγωγό ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἐμμηναγωγόν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. ἐμμηναγωγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

εμμηναγωγό