εμμηναγωγό
(Ανακατεύθυνση από εμμηναγωγός)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμμηναγωγό < μεσαιωνική ελληνική ἐμμηναγωγόν[1] < ελληνιστική κοινή ἐμμηναγωγός[2] < αρχαία ελληνική ἔμμηνος + ἄγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμμηναγωγό ουδέτερο
- (φαρμακευτική) η φαρμακευτική ουσία που έχει τη δυνατότητα, χωρίς να έχει προηγηθεί ωορρηξία, να προκαλέσει αιμορραγία, όταν δεν έχει έμφανιστεί κανονική έμμηνη ρύση, ή (γενικότερα) διευκολύνει την εμμηνόρροια
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμμηναγωγό
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ἐμμηναγωγόν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ ἐμμηναγωγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεμμηναγωγό
- αιτιατική ενικού του εμμηναγωγός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εμμηναγωγός