ἄψινθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἄψινθος | αἱ | ἄψινθοι |
γενική | τῆς | ἀψίνθου | τῶν | ἀψίνθων |
δοτική | τῇ | ἀψίνθῳ | ταῖς | ἀψίνθοις |
αιτιατική | τὴν | ἄψινθον | τὰς | ἀψίνθους |
κλητική ὦ! | ἄψινθε | ἄψινθοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀψίνθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀψίνθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄψινθος θηλυκό
- (φυτό) άλλη μορφή του ἀψίνθιον
Πηγές
επεξεργασία- ἄψινθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄψινθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.