absinthe
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαabsinthe < (άμεσο δάνειο) γαλλική absinthe < λατινική absinthium < ελληνιστική κοινή ἀψίνθιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabsinthe (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαabsinthe < λατινική absinthium < ελληνιστική κοινή ἀψίνθιον
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαabsinthe (fr) αρσενικό