γύψινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γύψινος | η | γύψινη | το | γύψινο |
γενική | του | γύψινου | της | γύψινης | του | γύψινου |
αιτιατική | τον | γύψινο | τη | γύψινη | το | γύψινο |
κλητική | γύψινε | γύψινη | γύψινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γύψινοι | οι | γύψινες | τα | γύψινα |
γενική | των | γύψινων | των | γύψινων | των | γύψινων |
αιτιατική | τους | γύψινους | τις | γύψινες | τα | γύψινα |
κλητική | γύψινοι | γύψινες | γύψινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γύψινος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γύψινος < αρχαία ελληνική γύψ(ος) (θηλυκό) + -ινος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʝi.psi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γύ‐ψι‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαγύψινος, -η, -ο
- που είναι φτιαγμένος από γύψο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαιδιωματικά:
Παράγωγα
επεξεργασία- γύψινα (ουδέτερο πληθυντικός)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γύψος (αρσενικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία γύψινος
Πηγές
επεξεργασία- γύψινος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- γύψινος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γύψινος < αρχαία ελληνική γύψ(ος) (θηλυκό) + -ινος
Επίθετο
επεξεργασίαγύψινος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γύψος (αρσενικό)
Πηγές
επεξεργασία- γύψινος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- γύψινος - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γύψινος | ἡ | γυψίνη | τὸ | γύψινον |
γενική | τοῦ | γυψίνου | τῆς | γυψίνης | τοῦ | γυψίνου |
δοτική | τῷ | γυψίνῳ | τῇ | γυψίνῃ | τῷ | γυψίνῳ |
αιτιατική | τὸν | γύψινον | τὴν | γυψίνην | τὸ | γύψινον |
κλητική ὦ! | γύψινε | γυψίνη | γύψινον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | γύψινοι | αἱ | γύψιναι | τὰ | γύψινᾰ |
γενική | τῶν | γυψίνων | τῶν | γυψίνων | τῶν | γυψίνων |
δοτική | τοῖς | γυψίνοις | ταῖς | γυψίναις | τοῖς | γυψίνοις |
αιτιατική | τοὺς | γυψίνους | τὰς | γυψίνᾱς | τὰ | γύψινᾰ |
κλητική ὦ! | γύψινοι | γύψιναι | γύψινᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γυψίνω | τὼ | γυψίνᾱ | τὼ | γυψίνω |
γεν-δοτ | τοῖν | γυψίνοιν | τοῖν | γυψίναιν | τοῖν | γυψίνοιν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γύψινος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική γύψ(ος) (θηλυκό) + -ινος
Επίθετο
επεξεργασίαγύψινος, -η, -ον (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- γύψινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.