↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γύψινος η γύψινη το γύψινο
      γενική του γύψινου της γύψινης του γύψινου
    αιτιατική τον γύψινο τη γύψινη το γύψινο
     κλητική γύψινε γύψινη γύψινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γύψινοι οι γύψινες τα γύψινα
      γενική των γύψινων των γύψινων των γύψινων
    αιτιατική τους γύψινους τις γύψινες τα γύψινα
     κλητική γύψινοι γύψινες γύψινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γύψινος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γύψινος < αρχαία ελληνική γύψ(ος) (θηλυκό) + -ινος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʝi.psi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γύ‐ψι‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

γύψινος, -η, -ο

  • που είναι φτιαγμένος από γύψο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

ιδιωματικά:

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη γύψος (αρσενικό)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
γύψινος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γύψινος < αρχαία ελληνική γύψ(ος) (θηλυκό) + -ινος

  Επίθετο

επεξεργασία

γύψινος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη γύψος (αρσενικό)



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γύψινος γυψίνη τὸ γύψινον
      γενική τοῦ γυψίνου τῆς γυψίνης τοῦ γυψίνου
      δοτική τῷ γυψίν τῇ γυψίν τῷ γυψίν
    αιτιατική τὸν γύψινον τὴν γυψίνην τὸ γύψινον
     κλητική ! γύψινε γυψίνη γύψινον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γύψινοι αἱ γύψιναι τὰ γύψιν
      γενική τῶν γυψίνων τῶν γυψίνων τῶν γυψίνων
      δοτική τοῖς γυψίνοις ταῖς γυψίναις τοῖς γυψίνοις
    αιτιατική τοὺς γυψίνους τὰς γυψίνᾱς τὰ γύψιν
     κλητική ! γύψινοι γύψιναι γύψιν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γυψίνω τὼ γυψίν τὼ γυψίνω
      γεν-δοτ τοῖν γυψίνοιν τοῖν γυψίναιν τοῖν γυψίνοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γύψινος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική γύψ(ος) (θηλυκό) + -ινος

  Επίθετο

επεξεργασία

γύψινος, -η, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. γύψινος
  2. (ουδέτερο, ουσιαστικοποιημένο) δωμάτιο με γύψο