Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γονίμως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
γονίμως
<
αρχαία ελληνική
γόνιμ(ος)
+
-ως
Επίρρημα
επεξεργασία
γονίμως
(
ελληνιστική κοινή
)
γόνιμα