Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

γονιμότης < αρχαία ελληνική γόνιμ(ος) + -ότης [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γονιμότης θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία