γονιμότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γονιμότης < αρχαία ελληνική γόνιμ(ος) + -ότης [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
γονιμότης θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γονιμότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- γονιμότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.