διακοσιοστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διακοσιοστός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακοσιοστός < αρχαία ελληνική διακόσι(οι) + -οστός < δύο + ἑκατόν
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.ko.si.oˈstos/ & /ðʝa.ko.si.oˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κο‐σι‐ο‐στός
Επίθετο
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διακοσιοστός < αρχαία ελληνική διακόσι(οι) + -οστός
Επίθετο
επεξεργασία
διακοσιοστός, -ή, -όν
Πηγές
επεξεργασία
- διακοσιοστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.