Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Προέλευση λέξεων » από τα γαλλικά ««« « Ετυμολογία « Γαλλικά |
Η προέλευση των λέξων από γλώσσα σε γλώσσα έως την απώτατη αρχή τους με κάθε είδος ετυμολογικής σχέσης.
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 7 υποκατηγορίες, από 7 συνολικά.
Σελίδες στην κατηγορία "Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 6.552 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβαείο
- αβανγκάρντ
- αβανγκαρντισμός
- αβάν πρεμιέρ
- αβάνς
- αβαντάζ
- αβιοτικός
- αβιταμίνωση
- αβλαβής διέλευση
- αβλεπτί
- Αβορίγινες
- αβουλία
- αβράκωτος
- άβυσσος
- αγαθό
- αγαθοθυμία
- αγαλβάνιστος
- αγαπάω
- αγάρ
- αγγειεκτασία
- αγγειογραφία
- αγγειογραφικός
- αγγειογράφος
- αγγειοδιασταλτικός
- αγγειοδιαστολή
- αγγειοκαρδιογραφία
- αγγειολογία
- αγγειολογικός
- αγγειονευρωτικός
- αγγειοπλαστική
- αγγειοπλαστικός
- αγγειοσκόπηση
- αγγειόσπερμος
- αγγειοσύσπαση
- αγγειοσυσπαστικός
- αγγειοσυσταλτικός
- αγγειοτασίνη
- αγγειοτενσίνη
- αγγειοχειρουργική
- αγγελία
- αγγλικό κόρνο
- αγγλισμός
- αγγλόφιλος
- αγγλόφωνος
- αγέλη
- αγένεια
- αγενής
- Αγιάννης
- αγκαζέ
- αγκράφα
- αγκύλη
- αγνώμων
- άγονος
- αγοραίος
- αγορανόμος
- αγοραπωλησία
- αγοραφοβία
- αγοραφοβικός
- αγρονόμος
- αγροτικός
- αγροφύλακας
- Αγρωστίδες
- αγρωστοειδή
- Αγρωστώδη
- αγχιστεία
- άγχος
- αγχώδης
- αγχωτικός
- αγώγιμος
- αγωγιμότητα
- αγωγός
- αγωνιώδης
- άδεια
- Αδελαΐς
- αδελφός
- αδελφοσύνη
- αδενικός
- αδενίτιδα
- αδιάθετος
- αδιακρισία
- αδιάκριτος
- αδιαφιλονίκητος
- αδιαχώρητο
- αδιόρατος
- αδιπόκηρος
- αδρεναλίνη
- αεράγημα
- αεραγωγός
- αέρας
- αεριοποιώ
- αεριοστροβιλωθητήρας
- αεριούχος
- αεριόφως
- αερισμός
- αεροδρόμιο
- αεροδυναμική
- αεροθάλαμος
- αεροθερμόμετρο
- αερόλιθος
- αερόλυση
- αερομοντελισμός
- αεροναύτης
- αεροναυτική
- αεροναυτικός
- αεροπλάνο
- αεροσκάφος
- αερόστατο
- αεροφοβία
- αερόφρενο
- αζάν προβοκατέρ
- αζούρ
- Αζτέκος
- αζωθαιμία
- αζωικός
- άζωτο
- αζωτοποίηση
- αζωτούχος
- άηχος
- άηχο σύμφωνο
- αθεϊσμός
- αθερμομέτρητος
- αθλητισμός
- αθλοπαιδιά
- αθώος
- αίγλη
- αιγόκερος
- αιγυπτιολόγος
- αιδώς
- αιθέρας
- αίθουσα
- αιθυλένιο
- αιθύλιο
- αιλουροειδή
- αιματέμεση
- αιματολογία
- αιματόμετρο
- αιματουρία
- αιματώδης
- αιμάτωση
- αιμοδιαδιήθηση
- αιμοδυναμική
- αιμοδυναμικός
- αιμοκυανίνη
- αιμοληψία
- αιμόλυση
- αιμολυσία
- αιμολυτικός
- αιμοπετάλιο
- αιμόσταση
- αιμοσφαιρίνη
- αιμοφιλία
- αιμοφόρος
- αισθησιαρχία
- αισθησιασμός
- αισθησιοκρατία
- αισθητής
- αισθητική
- αισθητός
- αισιόδοξος
- Αϊτή
- αιτιότητα
- αιχμάλωτος
- αιωνιότητα
- αιωνόβιος
- αιώρηση
- Ακαδημία
- ακαζού
- ακαθοριστία
- ακαθόριστο
- άκαμπτος
- άκανθα
- ακανθοκυτταρικός
- ακανθώδης
- ακανόνιστος
- ακαρδία
- ακαταλόγιστος
- ακετυλένιο
- ακκομπανιάρω
- ακκορντεόν
- ακμαίος
- άκμονας
- ακομπανιάρω
- ακομπανιατέρ
- ακομπλάριστος
- ακομπλεξάριστος
- ακόντιο
- ακοόγραμμα
- ακοόμετρο
- ακόρεστος
- ακορντεόν
- ακορντεονίστας
- ακουαρέλα
- ακουστική
- ακουστικός
- ακρ
- ακραίος
- ακράτεια
- ακριλικός
- άκρο
- ακροάζομαι