αζούρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈzuɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ζούρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίααζούρ ουδέτερο άκλιτο
- (λαογραφία) είδος διάτρητου διακοσμητικού κεντήματος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αζούρ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αζούρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας