↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοπανέλι τα κοπανέλια
      γενική του κοπανελιού των κοπανελιών
    αιτιατική το κοπανέλι τα κοπανέλια
     κλητική κοπανέλι κοπανέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοπανέλι < (άμεσο δάνειο) βενετική copan(o) + -έλι ή κόπαν(ος) + υποκοριστικό επίθημα -έλι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοπανέλι ουδέτερο

  1. (λαογραφία) τεχνική πλεξίματος δαντέλας με ξυλάκια
  2. (συνεκδοχικά) είδος δαντέλας που δημιουργείται με την παραπάνω τεχνική

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία