κοπανέλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοπανέλι | τα | κοπανέλια |
γενική | του | κοπανελιού | των | κοπανελιών |
αιτιατική | το | κοπανέλι | τα | κοπανέλια |
κλητική | κοπανέλι | κοπανέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοπανέλι < (άμεσο δάνειο) βενετική copan(o) + -έλι ή κόπαν(ος) + υποκοριστικό επίθημα -έλι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοπανέλι ουδέτερο
- (λαογραφία) τεχνική πλεξίματος δαντέλας με ξυλάκια
- (συνεκδοχικά) είδος δαντέλας που δημιουργείται με την παραπάνω τεχνική
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοπανέλι
|
Πηγές
επεξεργασία- κοπανέλι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- κοπανέλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας