-έλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -έλι | τα | -έλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | -έλι | τα | -έλια |
κλητική | -έλι | -έλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -έλι < μεσαιωνική ελληνική -έλλιν < ελληνιστική κοινή -ελλ- + -ιον[1] ή < λατινική -ellum, ουδέτερο του -ellus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-elós < *-lós
Επίθημα
επεξεργασία-έλι ουδέτερο
- επίθημα για την παραγωγή ουδέτερων ουσιαστικών από διάφορα ονόματα
- ⮡ κόκκινος > κοκκινέλι, μπαμπάς > μπαμπαδέλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία -έλι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «ελνστ. κρίκελλ(ος) > υποκορ. κρικέλλ-ιον». -έλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας