αιματολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιματολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hématologie < hémato- + -logie < αρχαία ελληνική αιματο- + -λογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ma.to.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μα‐το‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααιματολογία θηλυκό
- (ιατρική) κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με την μελέτη, την διάγνωση και θεραπεία των παθήσεων του αίματος.
- ⮡ Μετά την αποφοίτηση της σχολής του ειδικεύτηκε στη γενική αιματολογία.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αιματολογία