αδρεναλίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδρεναλίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική adrénaline < αγγλική adrenaline < adrenal + -ine (-ίνη) < ad- + renal < υστερολατινική renalis < λατινική renes, πληθυντικός αριθμός του ren < πρωτοϊταλική *hrēn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰren-
Ουσιαστικό
επεξεργασίααδρεναλίνη θηλυκό
- (βιολογία) (φυσιολογία) ορμόνη των επινεφρίδιων αδένων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδρεναλίνη
- ↑ αδρεναλίνη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας