Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγειογράφος < αγγειο- + -γράφος

  Ουσιαστικό 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αγγειογράφος οι αγγειογράφοι
      γενική του/της αγγειογράφου των αγγειογράφων
    αιτιατική τον/την αγγειογράφο τους/τις αγγειογράφους
     κλητική αγγειογράφε αγγειογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αγγειογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγγειογράφος οι αγγειογράφοι
      γενική του αγγειογράφου των αγγειογράφων
    αιτιατική τον αγγειογράφο τους αγγειογράφους
     κλητική αγγειογράφε αγγειογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αγγειογράφος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία