αγγειογράφος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Ουσιαστικό 1Επεξεργασία
αγγειογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο ζωγράφος που διακοσμεί την επιφάνεια ενός αγγείου με παραστάσεις ανθρώπων ή ζώων ή αφηρημένα σχήματα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγγειογράφος
|
Ουσιαστικό 2Επεξεργασία
αγγειογράφος αρσενικό
- (ιατρική) μηχάνημα που κάνει τις αγγειογραφίες
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγγειογράφος
|