Δείτε επίσης: Ἀβοριγῖνες
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Αβορίγινες
      γενική των Αβορίγινων
    αιτιατική τους Αβορίγινες
     κλητική Αβορίγινες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Αβορίγινες < γαλλική Aborigènes[1]
ΔΦΑ : /a.voˈɾi.ʝi.nes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αβορίγινες

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αβορίγινες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Αβορίγινες - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)