Ἀβοριγῖνες
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | οἱ | Ἀβοριγῖνες | ||||||
γενική | τῶν | Ἀβοριγίνων | ||||||
δοτική | τοῖς | Ἀβοριγῖσῐ(ν) | ||||||
αιτιατική | τοὺς | Ἀβοριγῖνᾰς | ||||||
κλητική ὦ! | Ἀβοριγῖνες | |||||||
Το δίχρονο φωνήεν του θέματος σε -ῑν είναι μακρό. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δελφίς' όπως «δελφίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀβοριγῖνες < λατινική aborigines
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈβοριγῖνες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
- (εθνωνύμιο) οι κάτοικοι της κεντρικής Ιταλίας, από τους οποίους κατάγονται οι Λατίνοι
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 1.31.2 @scaife.perseus
- ἐτύγχανε δὲ τότε τὴν βασιλείαν τῶν Ἀβοριγίνων παρειληφὼς Φαῦνος, Ἄρεος ὥς φασιν ἀπόγονος, ἀνὴρ μετὰ τοῦ δραστηρίου καὶ συνετὸς, καὶ αὐτὸν ὡς τῶν ἐπιχωρίων τινὰ Ῥωμαῖοι δαιμόνων θυσίαις καὶ ᾠδαῖς γεραίρουσιν.
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 1.31.2 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἀβοριγῖνες - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.