↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακομπλάριστος η ακομπλάριστη το ακομπλάριστο
      γενική του ακομπλάριστου της ακομπλάριστης του ακομπλάριστου
    αιτιατική τον ακομπλάριστο την ακομπλάριστη το ακομπλάριστο
     κλητική ακομπλάριστε ακομπλάριστη ακομπλάριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακομπλάριστοι οι ακομπλάριστες τα ακομπλάριστα
      γενική των ακομπλάριστων των ακομπλάριστων των ακομπλάριστων
    αιτιατική τους ακομπλάριστους τις ακομπλάριστες τα ακομπλάριστα
     κλητική ακομπλάριστοι ακομπλάριστες ακομπλάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακομπλάριστος < α- + κομπλάρω + -τος < γαλλική combler < λατινική cumulare, απαρέμφατο ενεστώτα τού cumulo < cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁-

  Επίθετο

επεξεργασία

ακομπλάριστος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία