Ετυμολογία

επεξεργασία
κομπλάρω < γαλλική combler + -άρω[1] [2] < λατινική cumulare, απαρέμφατο ενεστώτα τού cumulo < cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁-

κομπλάρω

  1. (προφορικό, αμετάβατο) δυσκολεύομαι ν’ αντιδράσω λόγω αμηχανίας, σαστίσματος, διστακτικότητας κ.λπ.
  2. (προφορικό, μεταβατικό) κάνω κάποιον να δυσκολευτεί ν’ αντιδράσει λόγω αμηχανίας, σαστίσματος, διστακτικότητας κ.λπ.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. κομπλάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κομπλάρωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)