κομπλάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομπλάρισμα < κομπλάρω + -μα < γαλλική combler < λατινική cumulare, απαρέμφατο ενεστώτα τού cumulo < cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁-
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομπλάρισμα ουδέτερο
- (προφορικό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κομπλάρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομπλάρισμα
|