αιμοδιαδιήθηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιμοδιαδιήθηση | οι | αιμοδιαδιηθήσεις |
γενική | της | αιμοδιαδιήθησης* | των | αιμοδιαδιηθήσεων |
αιτιατική | την | αιμοδιαδιήθηση | τις | αιμοδιαδιηθήσεις |
κλητική | αιμοδιαδιήθηση | αιμοδιαδιηθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιμοδιαδιηθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιμοδιαδιήθηση < αίμα + -ο- + διά + διήθηση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hemodiafiltration)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιμοδιαδιήθηση θηλυκό
- (ιατρική) αιμοκάθαρση που συνδυάζει τη διάχυση και τη διήθηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιμοδιαδιήθηση