αισθησιασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αισθησιασμός < (αισθησιάζομαι) αισθησιασ- + -μός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sensualité
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.sθi.si.aˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐σθη‐σι‐α‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αισθησιασμός αρσενικό
- η ικανότητα ενός προσώπου, έργου τέχνης ή κατάστασης να διεγείρει τις αισθήσεις και την ερωτική διάθεση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αισθησιασμός
Πηγές
επεξεργασία
- αισθησιασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας