Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αισθησιασμός οι αισθησιασμοί
      γενική του αισθησιασμού των αισθησιασμών
    αιτιατική τον αισθησιασμό τους αισθησιασμούς
     κλητική αισθησιασμέ αισθησιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισθησιασμός < (αισθησιάζομαι) αισθησιασ- + -μός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sensualité

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.sθi.si.aˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐σθη‐σι‐α‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αισθησιασμός αρσενικό

  • η ικανότητα ενός προσώπου, έργου τέχνης ή κατάστασης να διεγείρει τις αισθήσεις και την ερωτική διάθεση

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία