αδιπόκηρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιπόκηρος < γαλλική adipocire • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααδιπόκηρος αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδιπόκηρος
|