αερόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αερόλιθος | οι | αερόλιθοι |
γενική | του | αερόλιθου & αερολίθου |
των | αερόλιθων & αερολίθων |
αιτιατική | τον | αερόλιθο | τους | αερόλιθους & αερολίθους |
κλητική | αερόλιθε | αερόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αερόλιθος < αέρας + λίθος < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική aérolithe
Ουσιαστικό
επεξεργασίααερόλιθος αρσενικό
- μετεωρίτης που περιέχει κυρίως πυριτικά άλατα