aerolito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerolito | aerolitoj |
αιτιατική | aeroliton | aerolitojn |
aerolito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerolito | aerolitoj |
αιτιατική | aeroliton | aerolitojn |
aerolito (eo)