Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγοραφοβία οι αγοραφοβίες
      γενική της αγοραφοβίας
    αιτιατική την αγοραφοβία τις αγοραφοβίες
     κλητική αγοραφοβία αγοραφοβίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγοραφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Agoraphobie ή γαλλική agoraphobie < αρχαία ελληνική ἀγορά + -φοβία [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγοραφοβία θηλυκό

  1. (ψυχολογία, ψυχιατρική) η παθολογική τάση να νιώθει κανείς φόβο, όταν βρίσκεται με πολύ κόσμο
  2. η τάση να προτιμάει κάποιος την απομόνωση και να αποφεύγει τις συναναστροφές

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία