αγοραφοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγοραφοβία | οι | αγοραφοβίες |
γενική | της | αγοραφοβίας | — | |
αιτιατική | την | αγοραφοβία | τις | αγοραφοβίες |
κλητική | αγοραφοβία | αγοραφοβίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγοραφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Agoraphobie ή γαλλική agoraphobie < αρχαία ελληνική ἀγορά + -φοβία [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγοραφοβία θηλυκό
- (ψυχολογία, ψυχιατρική) η παθολογική τάση να νιώθει κανείς φόβο, όταν βρίσκεται με πολύ κόσμο
- η τάση να προτιμάει κάποιος την απομόνωση και να αποφεύγει τις συναναστροφές
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγοραφοβία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγοραφοβία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας