αγοραφοβικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγοραφοβικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική agoraphobic < agoraphobia < αρχαία ελληνική ἀγορά + φόβος
Επίθετο επεξεργασία
αγοραφοβικός, -ή, -ο
- που έχει σχέση με την αγοραφοβία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- αυτός που πάσχει από αγοραφοβία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αγοραφοβία, αγορά και φόβος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγοραφοβικός