Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγοραφοβικός η αγοραφοβική το αγοραφοβικό
      γενική του αγοραφοβικού της αγοραφοβικής του αγοραφοβικού
    αιτιατική τον αγοραφοβικό την αγοραφοβική το αγοραφοβικό
     κλητική αγοραφοβικέ αγοραφοβική αγοραφοβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγοραφοβικοί οι αγοραφοβικές τα αγοραφοβικά
      γενική των αγοραφοβικών των αγοραφοβικών των αγοραφοβικών
    αιτιατική τους αγοραφοβικούς τις αγοραφοβικές τα αγοραφοβικά
     κλητική αγοραφοβικοί αγοραφοβικές αγοραφοβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγοραφοβικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική agoraphobic < agoraphobia < αρχαία ελληνική ἀγορά + φόβος

  Επίθετο επεξεργασία

αγοραφοβικός, -ή, -ο

  1. που έχει σχέση με την αγοραφοβία ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. αυτός που πάσχει από αγοραφοβία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία