agorafobio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- agorafobio < agorafobi- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agorafobio | agorafobioj |
αιτιατική | agorafobion | agorafobiojn |
agorafobio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agorafobio | agorafobioj |
αιτιατική | agorafobion | agorafobiojn |
agorafobio (eo)