Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακανθοκυτταρικός η ακανθοκυτταρική το ακανθοκυτταρικό
      γενική του ακανθοκυτταρικού της ακανθοκυτταρικής του ακανθοκυτταρικού
    αιτιατική τον ακανθοκυτταρικό την ακανθοκυτταρική το ακανθοκυτταρικό
     κλητική ακανθοκυτταρικέ ακανθοκυτταρική ακανθοκυτταρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακανθοκυτταρικοί οι ακανθοκυτταρικές τα ακανθοκυτταρικά
      γενική των ακανθοκυτταρικών των ακανθοκυτταρικών των ακανθοκυτταρικών
    αιτιατική τους ακανθοκυτταρικούς τις ακανθοκυτταρικές τα ακανθοκυτταρικά
     κλητική ακανθοκυτταρικοί ακανθοκυτταρικές ακανθοκυτταρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακανθοκυτταρικός < άκανθα + -ο- + κυτταρικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική squamous cell (carcinoma)

  Επίθετο επεξεργασία

ακανθοκυτταρικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία