Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγαθοθυμία οι αγαθοθυμίες
      γενική της αγαθοθυμίας των αγαθοθυμιών
    αιτιατική την αγαθοθυμία τις αγαθοθυμίες
     κλητική αγαθοθυμία αγαθοθυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγαθοθυμία < (μεταφραστικό δάνειο) : γαλλική bonne humeur

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγαθοθυμία θηλυκό

  • η αγαθή διάθεση του ανθρώπου για ευεργεσία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • η λέξη αυτή φέρεται να πλάστηκε από τον Φίλιππο Ιωάννου

  Μεταφράσεις επεξεργασία