Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αθεϊσμός οι αθεϊσμοί
      γενική του αθεϊσμού των αθεϊσμών
    αιτιατική τον αθεϊσμό τους αθεϊσμούς
     κλητική αθεϊσμέ αθεϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθεϊσμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική athéisme < athée < αρχαία ελληνική ἄθεος < ἄ-, α- + θεός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.θe.iˈzmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αθεϊσμός αρσενικό

  1. (θρησκεία) η άρνηση της ύπαρξης του θεού
  2. (φιλοσοφία) η μη πίστη σε μεταφυσικές οντότητες (ή οντότητα) που σύμφωνα με κάποιους δημιούργησαν και επιδρούν στον φυσικό ή μη κόσμο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία