λατρευτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λατρευτικότητα < λατρευτικός + -ότητα < λατρεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
λατρευτικότητα θηλυκό
- η λατρεία
- η ιδιότητα του λατρευτικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
λατρευτικότητα
|
λατρευτικότητα θηλυκό
|