ἄθεος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἄθεος | τὸ ἄθεον | οἱ, αἱ ἄθεοι | τὰ ἄθεα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀθέου | τοῦ ἀθέου | τῶν ἀθέων | τῶν ἀθέων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀθέῳ | τῷ ἀθέῳ | τοῖς, ταῖς ἀθέοις | τοῖς ἀθέοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἄθεον | τὸ ἄθεον | τοὺς, τὰς ἀθέους | τὰ ἄθεα |
Κλητική | ἄθεε | ἄθεον | ἄθεοι | ἄθεα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀθέω | |||
Γενική-Δοτική | ἀθέοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἄθεος, -ος, -ον
- που αρνείται τους θεούς, ο άθεος
- που τον έχουν εγκαταλείψει οι θεοί
- (για ονόματα) που δεν προέρχεται από όνομα θεού