αβάν πρεμιέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβάν πρεμιέρ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική avant-première[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈvan pɾeˈmɲeɾ/
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίααβάν πρεμιέρ θηλυκό
- (θέατρο) παράσταση πριν από την εναρκτήρια
- (κινηματογράφος) προβολή ενός φιλμ πριν την παρουσίασή του στις κινηματογραφικές αίθουσες (συνήθως σε περιορισμένο αριθμό θεατών για τις πρώτες εντυπώσεις - κριτικές)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αβάν πρεμιέρ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)