Ετυμολογία

επεξεργασία
αβάν πρεμιέρ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική avant-première[1]

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

αβάν πρεμιέρ θηλυκό

  1. (θέατρο) παράσταση πριν από την εναρκτήρια
  2. (κινηματογράφος) προβολή ενός φιλμ πριν την παρουσίασή του στις κινηματογραφικές αίθουσες (συνήθως σε περιορισμένο αριθμό θεατών για τις πρώτες εντυπώσεις - κριτικές)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αβάν πρεμιέρ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)