Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αεριοστροβιλωθητήρας οι αεριοστροβιλωθητήρες
      γενική του αεριοστροβιλωθητήρα των αεριοστροβιλωθητήρων
    αιτιατική τον αεριοστροβιλωθητήρα τους αεριοστροβιλωθητήρες
     κλητική αεριοστροβιλωθητήρα αεριοστροβιλωθητήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεριοστροβιλωθητήρας < αεριοστρόβιλος + ωθητήρας (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική jet engine)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεριοστροβιλωθητήρας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία