αεριοστροβιλωθητήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αεριοστροβιλωθητήρας < αεριοστρόβιλος + ωθητήρας (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική jet engine)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεριοστροβιλωθητήρας αρσενικό
- είδος κινητήρα που επιτυγχάνει την ώθηση με την εισαγωγή αέρα από μπροστά, που χρησιμοποιείται για την καύση κάποιου καυσίμου, και κατόπιν την εξαγωγή των θερμών προϊόντων καύσης από ένα προωστικό ακροφύσιο στο πίσω μέρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αεριοστροβιλωθητήρας