Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αδελαΐς < (άμεσο δάνειο) γαλλική Adelaide • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αδελαΐς θηλυκό