αδελφοσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδελφοσύνη < μεσαιωνική ελληνική ἀδελφοσύνη (αδελφοποίηση) < ἀδελφ(ός) + -οσύνη & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fraternité.[1] Δείτε και αδερφοσύνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
αδελφοσύνη θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν μεταξύ τους σα να είναι αδέρφια
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αδελφότητα
- αδελφικός
- → και δείτε τη λέξη αδελφός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδελφοσύνη
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αδελφοσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας