↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αζωικός η αζωική το αζωικό
      γενική του αζωικού της αζωικής του αζωικού
    αιτιατική τον αζωικό την αζωική το αζωικό
     κλητική αζωικέ αζωική αζωικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αζωικοί οι αζωικές τα αζωικά
      γενική των αζωικών των αζωικών των αζωικών
    αιτιατική τους αζωικούς τις αζωικές τα αζωικά
     κλητική αζωικοί αζωικές αζωικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αζωικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική azoïque[1] < αρχαία ελληνική ἀ- + ζωικός < ζῷον

  Επίθετο

επεξεργασία

αζωικός, -ή, -ό

  • που δεν εμφανίζει ίχνη ζωής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία