αερόλυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αερόλυση | οι | αερολύσεις |
γενική | της | αερόλυσης* | των | αερολύσεων |
αιτιατική | την | αερόλυση | τις | αερολύσεις |
κλητική | αερόλυση | αερολύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αερολύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αερόλυση < αερό- + λύση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική aerosolization
Ουσιαστικό επεξεργασία
αερόλυση θηλυκό
- (νεολογισμός) η δημιουργία ενός λεπτού στρώματος αιωρούμενων σωματιδίων ποικίλης σύνθεσης (μπορεί να περιέχουν και ιούς κ.λπ.)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- aerosolization στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
αερόλυση