Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.e.ɾi.o.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αεριοποιώ

αεριοποιώ, αόρ.: αεριοποίησα, παθ.φωνή: αεριοποιούμαι, π.αόρ.: αεριοποιήθηκα, μτχ.π.π.: αεριοποιημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)