Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αεριοποιητής οι αεριοποιητές
      γενική του αεριοποιητή των αεριοποιητών
    αιτιατική τον αεριοποιητή τους αεριοποιητές
     κλητική αεριοποιητή αεριοποιητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεριοποιητής < αεριοποίη(ση) + -τής, μορφολογικά αναλύεται αέρι(ο) + -ο- + -ποιητής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.e.ɾi.o.pi.iˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρι‐ο‐ποι‐η‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεριοποιητής αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία